κοβαλτιοθεραπεία

κοβαλτιοθεραπεία
η
ιατρ. η χρησιμοποίηση τής ακτινοβολίας γ, που εκπέμπεται από το ραδιενεργό κοβάλτιο, για τη θεραπεία διαφόρων κακοήθων όγκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cobaltotherapie < cobalt- (πρβλ. κοβάλτιο) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -therapie (πρβλ. θεραπεία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηλεκοβαλτιοθεραπεία — η, Ν ιατρ. τηλεακτινοθεραπεία με ακτίνες γ, τών οποίων πηγή είναι ραδιενεργό κοβάλτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. telecobaltotherapie < tele (< τηλ[ε] *) + cobaltotherapie (βλ. κοβαλτιοθεραπεία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”